- φορέουσα
- φορέωrepeatedpres part act fem nom/voc sg (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φορεούσας — φορεούσᾱς , φορέω repeated pres part act fem acc pl (epic doric ionic) φορεούσᾱς , φορέω repeated pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορέουσ' — φορέουσα , φορέω repeated pres part act fem nom/voc sg (epic doric ionic) φορέουσι , φορέω repeated pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) φορέουσι , φορέω repeated pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) φορέουσαι , φορέω repeated pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επωλένιος — ἐπωλένιος, ον (Α) [ωλένη] 1. αυτός που φέρεται, κρατιέται στην αγκαλιά κάποιου («ἐπωλένιον φορέουσα Πηλεΐδην Ἀχιλλῆα», Απολλ. Ρόδ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) φρ. «ἐπωλένιον κιθαρίζειν» κρατώντας την κιθάρα) … Dictionary of Greek